μοριακός

μοριακός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μόρια τών σωμάτων («μοριακή θεωρία»)
2. φρ. α) «μοριακή βιολογία»
βιολ. επιστημονικός τομέας που ασχολείται με τη μελέτη τών δομών και διαδικασιών τών βιολογικών φαινομένων στο μοριακό επίπεδο
β) «μοριακή δέσμη»
φυσ. ρεύμα μορίων τα οποία κινούνται κατά την ίδια γενική κατεύθυνση, συνήθως στο εσωτερικό ενός σωλήνα κενού
γ) «μοριακό βάρος»
χημ. όρος ισότιμος προς τη μοριακή μάζα ο οποίος δηλώνει το βάρος, εκφρασμένο σε γραμμάρια μιας ποσότητας ενός μολ μιας ουσίας
δ) «μοριακό κλάσμα»
χημ. ο λόγος τού αριθμού τών μολ ενός συστατικού διαλύματος ή γενικότερα ενός μίγματος προς τον συνολικό αριθμό τών μολ όλων τών συστατικών του
ε) «μοριακό κόσκινο» ή «μοριακός ηθμός»
χημ. πορώδες στερεό υλικό, συνήθως ένας φυσικός ή συνθετικός ζεόλιθος, το οποίο έχει την ικανότητα να προκαλεί τον διαχωρισμό σωματιδίων μοριακών διαστάσεων
στ) «μοριακό νέφος»
αστρον. εκτεταμένη συγκέντρωση μεσοαστρικής ύλης, η οποία αποτελείται από μόρια
ζ) «μοριακός τύπος»
χημ. συμβολική έκφραση τής χημικής σύστασης τών μορίων από τα οποία αποτελείται μια χημική ένωση μοριακής κατασκευής, δηλαδή εκείνη που συνίσταται από μόρια
η) «μοριακό φάσμα»
(φυσ.-χημ.-αστρον.) η πλήρης σειρά ακτινοβολιών οι οποίες παράγονται ως αποτέλεσμα τών κβαντικών ενεργειακών μεταβολών στο εσωτερικό τών μορίων
θ) «θεωρία μοριακών τροχιακών»
χημ. μια από τις δύο γενικές θεωρίες οι οποίες περιγράφουν τον ομοιοπολικό χημικό τύπο σύμφωνα με τις αρχές τής κβαντομηχανικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μόρια των σωμάτων: Μοριακό βάρος. – Μοριακή θεωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • κανόνικος — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • μονομοριακός — ή, ό χημ. αυτός που αναφέρεται σε ένα μόνο μόριο («μονομοριακή προσρόφηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., πρβλ. monomolecular (μον[ο] * + molecular «μοριακός»)] …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”